- πλειοδότης
- οαυτός που δίνει ανώτερη προσφορά σε πλειοδοτικό διαγωνισμό: Η δημοπρασία κατακυρώνεται στον τελευταίο πλειοδότη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πλειοδότης — ο, θηλ. πλειοδότις και πλειοδότρια, Ν αυτός που προσφέρει τη μεγαλύτερη τιμή σε πλειστηριασμό ή σε δημοπρασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖον, ουδ. τού πλείων* + δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμο δότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
αντωνούμαι — ἀντωνοῡμαι ( έομαι) (Α) [ωνούμαι] 1. αγοράζω κάτι στη θέση αυτού που πούλησα 2. πλειοδοτώ ως αγοραστής 3. (το αρσ. της μτχ. ως ουσ.) ὁ ἀντωνούμενος αντίπαλος αγοραστής, πλειοδότης … Dictionary of Greek
κυρώνω — (AM κυρῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι έγκυρο, δίνω σε κάτι κύρος, επικυρώνω (α. «ο νόμος πρέπει να κυρωθεί από τον πρόεδρο τής Δημοκρατίας» β. «ἡ ἐκκλησία κυρώσασα ταῡτα διελύθη», Θουκ. γ. «ἐκεκύρωτο ὁ γάμος Κλεισθένεϊ», Ηρόδ.) 2. επιβεβαιώνω, πιστοποιώ … Dictionary of Greek
πλειοδοσία — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλειοδοτώ, προσφορά μεγαλύτερης τιμής σε πλειστηριασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλειοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
πλειοδοτικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλειοδοσία («πλειοδοτικός διαγωνισμός»). επίρρ... πλειοδοτικώς με πλειοδοσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλειοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα Εφημερίς τής Κυβερνήσεως] … Dictionary of Greek
πλειοδοτώ — έω, Ν 1. (σε πλειστηριασμό) προσφέρω τη μεγαλύτερη τιμή σε σχέση με όλους τους άλλους 2. μτφ. υποστηρίζω εντονότερα μια υπόθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλειοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
υπερθεματιστής — ο / ὑπερθεματιστής, ΝΜ [ὑπερθεματίζω] πλειοδότης … Dictionary of Greek
υπερθεματιστής — ο αυτός που υπερθεματίζει σε πλειστηριασμό, ο πλειοδότης: Η κατακύρωση έγινε στον τελευταίο υπερθεματιστή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)